- ἀγχίπους
- ἀγχί-πους, ὁ, ἡ, πουν, τό,A near with the foot, near, Lyc.318.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀγχίπους — near with the foot masc nom/voc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγχίπουν — ἀγχίπους near with the foot masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… … Dictionary of Greek